- βιβλιολογία
- η библиология, книговедение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιολογία — Η εξέταση του βιβλίου από διάφορες απόψεις που μπορούν να το αφορούν, αποτελεί τη β. Μολονότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς γιανα υποδηλώσει τη βιβλιογραφία, είναι δυνατή η διάκριση πολλών υποδιαιρέσεων –μεταξύ των οποίων η ίδια η… … Dictionary of Greek
βιβλιολογία — η οι γνώσεις που είναι σχετικές με το υλικό μέρος των βιβλίων, όπως με την κατασκευή τους, με τα σύμβολα των παλιών τυπογράφων και άλλα σχετικά ζητήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιογραφία — Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν Σαρλ (1608 1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά… … Dictionary of Greek
βιβλιολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιβλιολογία … Dictionary of Greek
βιβλιολόγος — ο αυτός που ασχολείται με τη βιβλιολογία … Dictionary of Greek
Ντελόπουλος, Κυριάκος — (Κέρκυρα 1933 –). Βιβλιοθηκονόμος, βιβλιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και βιβλιοθηκονομία στις ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε ως βιβλιοθηκάριος, αρχικά, και διευθυντής βιβλιοθηκών του Κολλεγίου Αθηνών … Dictionary of Greek